- κουρητικός
- κουρητικός, -ή, όν, θηλ. και κουρῆτις, -ιδος (Α) [Κουρήτες]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουρήτες («γῆ Κουρῆτις», Στράβ.)2. (στη νεοπλατωνική θεολογία) λειτουργός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρητικός (ενν. πους)ο κρητικός μετρικός πους: υυ-υ4. (το θηλ. η κουρήτις (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα.
Dictionary of Greek. 2013.